- σανιδοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που μοιάζει με σανίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σανιδοειδής — ές, Ν όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + ειδής*. Ο τ. σανιδοειδῆ (εἰδώλια) μαρτυρείται από το 1896 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
σανιδώδης — ες / σανιδώδης, ῶδες, ΝΑ [σανίς, ίδος] όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής … Dictionary of Greek